διθυραμβοποιός

διθυραμβοποιός
δῑθῠραμβο-ποιός, ,
A dithyrambic poet, Id.Rh. 1406b21, D.S.15.6, Plu.2.952f.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διθυραμβοποιός — διθυραμβοποιός, ο (Α) ο ποιητής διθυράμβων …   Dictionary of Greek

  • διθυραμβοποιός — dithyrambic poet masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διθυραμβοποιοῖς — διθυραμβοποιός dithyrambic poet masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διθυραμβοποιοί — διθυραμβοποιός dithyrambic poet masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διθυραμβοποιοῦ — διθυραμβοποιός dithyrambic poet masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διθυραμβοποιούς — διθυραμβοποιός dithyrambic poet masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διθυραμβοποιῶν — διθυραμβοποιός dithyrambic poet masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διθυραμβοποιῷ — διθυραμβοποιός dithyrambic poet masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διθυραμβοποιόν — διθυραμβοποιός dithyrambic poet masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • διθυραμβιστής — διθυραμβιστής, ο (Α) διθυραμβοποιός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”